αιπύνωτος

αιπύνωτος
αἰπύνωτος, -ον (Α)
που βρίσκεται σε ψηλή ράχη, σε ψηλή βουνοπλαγιά (για τη Δωδώνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπύς* + νῶτον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αἰπύνωτον — αἰπύνωτος on a high mountain ridge masc/fem acc sg αἰπύνωτος on a high mountain ridge neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”